- γκρεμοτσακίζω
- 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από ψηλό μέρος και τό καταστρέφω2. μέσ. πέφτω από ψηλό μέρος και τσακίζομαι3. ταλαιπωρούμαι4. (μτχ.) γκρεμοτσακισμένοςπολυβασανισμένος5. (προστ.) γκρεμοτσακίσουφύγε από μπροστά μου (πρβλ. γκρεμίσου).
Dictionary of Greek. 2013.