γκρεμοτσακίζω

γκρεμοτσακίζω
1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από ψηλό μέρος και τό καταστρέφω
2. μέσ. πέφτω από ψηλό μέρος και τσακίζομαι
3. ταλαιπωρούμαι
4. (μτχ.) γκρεμοτσακισμένος
πολυβασανισμένος
5. (προστ.) γκρεμοτσακίσου
φύγε από μπροστά μου (πρβλ. γκρεμίσου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκρεμοτσακίζω — γκρεμοτσάκισα, γκρεμοτσακίστηκα, γκρεμοτσακισμένος 1. τσακίζω κάτι γκρεμίζοντάς το: Γκρεμοτσακίστηκα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου. 2. μτφ., σπεύδω: Γκρεμοτσακίστηκε να μας εξυπηρετήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεγκρεμνίζω — (Μ) ρίχνω κάποιον στον γκρεμό, γκρεμοτσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + γκρεμνίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”